Στην Κυπριακή Δημοκρατία του 2022 το θέμα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ. Με περαιτέρω αφορμή σχετικά πρόσφατα περιστατικά ρατσιστικών και ξενοφοβικών επεισοδίων, το θεωρώ χρήσιμο (αν όχι απαραίτητο) να υπάρξει μία ανασκόπηση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τις μορφές και εκδηλώσεις ρατσισμού, ξενοφοβίας και άλλων διακρίσεων, καθώς και τις αρχές που έχει σκιαγραφήσει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Φυσικά, θα πρέπει να αναφερθεί πως το φαινόμενο του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των διακρίσεων, δεν παρατηρείται μόνο στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, αλλά δυστυχώς και στις λειτουργίες του Κράτους.
Για παράδειγμα, η έκθεση (2018) που εκδόθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Πρόληψης Βασανιστηρίων (ΕΠΒ) μετά την επίσκεψή της στη Κύπρο αναφέρει τα ακόλουθα:
«Από τα ευρήματα της ΕΠΒ, διαφαίνεται ότι τα πρόσωπα που κρατούνται από την αστυνομία – ιδίως ξένοι υπήκοοι– εξακολουθούν να διατρέχουν κίνδυνο σωματικής και/ή ψυχολογικής κακομεταχείρισης, ιδίως κατά τη σύλληψη, κατά την ανάκριση και στο πλαίσιο επιχειρήσεων απομάκρυνσης. […] Υπήρξαν αρκετές καταγγελίες για φυσικές επιθέσεις κρατουμένων από [κρατικό] προσωπικό, καθώς και μεγάλος αριθμός καταγγελιών λεκτικών και ρατσιστικών επιθέσεων […] Σε αντίθεση με τους Κύπριους φυλακισμένους, οι φυλακισμένοι που προέρχονται από τρίτες χώρες δεν έχουν την δυνατότητα να προχωρήσουν σε ημι-ανοιχτές ή ανοιχτές φυλακές ή δεν έχουν την δυνατότητα να αιτηθούν αποφυλάκιση/προφυλάκιση υπό όρους. Η ΕΠΒ συνιστά όπως οι Κυπριακές αρχές σιγουρευτούν ότι οι φυλακισμένοι που προέρχονται από τρίτες χώρες έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους Κύπριους φυλακισμένους.»
Περαιτέρω, η ΕΠΒ αναφέρθηκε και σε συγκεκριμένα περιστατικά και καταγγελίες. Για παράδειγμα, σε ισχυρισμούς ξένου υπηκόου ότι κατά αποτυχημένη προσπάθεια απέλασης του από τη χώρα οι αστυνομικοί που τον συνόδευαν (με πολιτικά ρούχα), ενώ ήταν δεμένος με χειροπέδες, του έκλεισαν το στόμα με κολλητική ταινία και του επιτέθηκαν με γροθιές – σημειώνεται ότι ιατρική έκθεση επιβεβαιώνει τους τραυματισμούς του. Δεύτερο περιστατικό, το οποίο επιβεβαιώθηκε από το σύστημα παρακολούθησης του αστυνομικού σταθμού, αφορά χαστούκια που έδωσε αστυνομικός σε υπήκοο τρίτης χώρας. Αρκετά ρατσιστικά περιστατικά και ξενοφοβικές επιθέσεις σε αστυνομικούς σταθμούς και φυλακές, σημείωσε επίσης η Επιτροπή του ΟΗΕ κατά των Βασανιστηρίων σε δική της έκθεση μετά από επίσκεψη στη Κύπρο το 2019.
Ως εκ τούτου, κρίνεται απαραίτητο όπως πέρα από τις υποχρεώσεις ιδιωτών σε σχέση με τη ρητορική μίσους και τα εγκλήματα μίσους, εξεταστούν και οι υποχρεώσεις του Κράτους και της αστυνομίας όσον αφορά αυτά τα αδικήματα. Το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, σε επίπεδο Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι ομολογουμένως φτωχό, αν και θεωρητικά παρέχει όλα τα εχέγγυα για κάποια μελλοντική, συστημική ανάπτυξη μέσω νομολογίας. Θα πρέπει, όμως, να διευκρινιστεί πως το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο εντός της Κυπριακής έννομης τάξης δεν είναι αυθεντικό δημιούργημα του Κύπριου νομοθέτη, αλλά πράξεις ενσωμάτωσης δεσμευτικών αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 1Α του Συντάγματος λαμβάνουν επαυξημένη ισχύ έναντι του ίδιου του Συντάγματος) και συμβάσεων διεθνούς δικαίου.
1. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Κατάργηση κάθε μορφής Φυλετικών Διακρίσεων
Το γενικό πλαίσιο θεσμοθετείται μέσω του διεθνούς δικαίου, και πιο ειδικά μέσω της Σύμβαση, η οποία κυρώθηκε και ενσωματώθηκε στην Κυπριακή έννομη τάξη από το 1967 (με τον ν.2/1967). Στη βάση των άρθρων 2 – 7 της Σύμβασης, τα Κράτη μέλη αναλαμβάνουν διάφορες γενικές υποχρεώσεις, όπως:
- Να μην προβούν σε φυλετική διάκριση και να μην ενθαρρύνουν, προστατεύσουν ή υποθάλψουν οποιαδήποτε φυλετική διάκριση διενεργείται.
- Να λάβουν δραστικά μέτρα προς αναθεώρηση της οποιασδήποτε πολιτικής και την ακύρωση ή τροποποίηση οποιουδήποτε νόμου ή διάταξης η οποία εμπεριέχει φυλετική διάκριση ή την διαιωνίζει.
- Να λάβουν κατάλληλα μέτρα για να απαγορεύσουν και να δώσουν τέλος σε οποιαδήποτε φυλετική διάκριση διενεργείται.
- Να ενθαρρύνουν τις οργανώσεις και τα κινήματα που ενεργούν προς την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων.
- Να καταδικάσουν την φυλετική απομόνωση και την φυλετική προπαγάνδα.
- Να εγγυηθούν τα δικαιώματα του κάθε ανθρώπου χωρίς διάκριση, ιδίως του δικαιώματος πρόσβασης στα Δικαστήρια.
- Να λάβουν μέτρα, ιδίως στον τομέα της εκπαίδευσης, για να καταπολεμήσουν τις εσφαλμένες προϋποθέσεις που οδηγούν στις φυλετικές διακρίσεις, και να προωθήσουν τη φιλία και κατανόηση μεταξύ των λαών.
Πιο συγκεκριμένα, η ρητορική μίσους ρυθμίζεται από το άρθρο 4 το οποίο αναφέρει ότι:
«Τα Κράτη μέλη καταδικάζουν κάθε προπαγανδιστική ενέργεια και κάθε οργάνωση που βασίζεται σε ιδέες ή θεωρίες ανωτερότητας μίας φυλάς ή ομάδας προσώπων, ενός χρώματος ή εθνολογικής προέλευσης ή κάθε προσπάθεια να δικαιολογηθεί ή προαχθεί το φυλετικό μίσος και κάθε μορφή διάκρισης, και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εφαρμόσουν άμεσα και θετικά μέτρα ενδεδειγμένα για την εξάλειψη κάθε μορφής παρότρυνσης ή ενέργειας προς τέτοια διάκριση…» (δική μου μετάφραση).
Περαιτέρω, η Σύμβαση ίδρυσε την Επιτροπή για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων η οποία έχει μεταξύ άλλων τις αρμοδιότητες να εξετάζει ατομικά παράπονα εναντίον Κρατών μελών και να εκδίδει γενικά σχόλια/εισηγήσεις σε σχέση με την εφαρμογή και ερμηνεία της σύμβασης. Η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει πως η «ρητορική μίσους» αποτελεί κύριο παράγοντα και πολλές φορές την αιτία των εγκλημάτων μίσους και άλλων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έχει ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα.
Με το Γενικό Σχόλιο/Εισήγηση αρ. 7 (1985) η Επιτροπή υπογράμμισε τη δεσμευτικότητα της εν λόγω διάταξης και σημείωσε πως η αποτελεσματική συμμόρφωση προϋποθέτει όχι μόνο ποινικοποίηση της ρητορικής μίσους, αλλά και αποτελεσματική εφαρμογή. Περαιτέρω εξήγησε ότι το άρθρο 4 απαγορεύει 4 κατηγορίες συμπεριφορών:
«(α) διάδοση ιδεών βασιζόμενες στην ανωτερότητα μίας φυλής ή μίσους, (β) προώθηση φυλετικού μίσους, (γ) πράξεις βίας εναντίον μίας φυλής ή ομάδας ατόμων άλλου χρώματος ή εθνικής καταγωγής και (δ) προώθηση τέτοιων πράξεων.»
Ενώ με το Γενικό Σχόλιο/Εισήγηση αρ. 15 (1993) η Επιτροπή εξειδίκευσε περαιτέρω, και ως ένα βαθμό κατέστησε πιο αυστηρές, τις κατηγορίες συμπεριφορών που απαγορεύει το άρθρο 4 στις εξής:
«(α) διάδοση ιδεών βασιζόμενες στην φυλετική ή εθνική ανωτερότητα ή το μίσος, με οποιαδήποτε μέσα, (β) προώθηση μίσους, περιφρόνησης ή διάκρισης εναντίον μελών ομάδας στη βάση της φυλής, του χρώματος, της καταγωγής, ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, (γ) απειλές ή προώθηση βίας εναντίον ατόμων ή ομάδων στη βάση των όσων προαναφέρθηκαν, (δ) έκφραση προσβολών, γελοιοποίησης ή συκοφαντίας προς πρόσωπα ή ομάδες ή αδικαιολόγητο μίσος, περιφρόνησης ή διάκρισης στη βάση των όσων προαναφέρθηκαν, (ζ) συμμετοχή σε οργανισμούς και δραστηριότητες που προωθούν και δημιουργούν φυλετικές διακρίσεις.»
Παράλληλα, εξέτασε τη συμβατότητα της απαγόρευσης των εν λόγω συμπεριφορών με το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και έκφρασης. Πιο συγκεκριμένα, σημείωσε ότι η ελευθερία του λόγου πέρα από δικαιώματα, εμπεριέχει και υποχρεώσεις για κάθε πολίτη. Μία από τις πιο σημαντικές εν λόγω υποχρεώσεις είναι η υποχρέωση να μην διαδίδονται ρατσιστικές ιδεολογίες. Η προσέγγιση αυτή βρίσκει περαιτέρω έρεισμα και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) σε σχέση με την ελευθερία του λόγου.
Το ΕΔΑΔ γενικά έχει αναγνωρίσει την ελευθερία του λόγου ως έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους και απαραίτητη προϋπόθεση για το δημοκρατικό πολίτευμα. Για το λόγο αυτό έχει ορίσει πως το δικαίωμα δεν προστατεύει μόνο τις πληροφορίες, απόψεις ή ιδέες οι οποίες είναι ευρέως δεκτές και δημοφιλείς, αλλά και αυτές οι οποίες ενδεχομένως να ενοχλούν, σοκάρουν ή προσβάλλουν το Κράτος, το κοινό, ή μέρος αυτού (βλ. Handyside v. United Kingdom, app. No. 5493/72, dated 07/12/1976). Παρόλα αυτά, το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης δεν είναι απόλυτο και μπορεί να υπαχθεί σε περιορισμούς. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι, όχι μάλιστα θεμιτό, αλλά και απαραίτητο να υπάρξουν περιορισμοί. Τέτοια είναι και η περίπτωση της «ρητορικής μίσους». Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε το ΕΔΑΔ στην απόφαση Erbakan v. Turkey, app. No. 59405/00, dated 06/07/2006:
«[Η] ανοχή και ο σεβασμός προς την ίση αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων αποτελούν τα θεμέλια της δημοκρατικής, πλουραλιστικής κοινωνίας. Παρόλα αυτά, ως θέμα αρχής μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητο σε κάποιες δημοκρατικές κοινωνίες όπως τιμωρούνται ή ακόμη και αποτρέπονται/απαγορεύονται όλες οι μορφές λόγου/έκφρασης οι οποίες διαδίδουν, προκαλούν, προωθούν ή δικαιολογούν μίσος βασισμένο σε μισαλλοδοξία (intolerance)… υπό την προϋπόθεση πως τέτοιοι περιορισμοί θα είναι ανάλογη προς τον έγκυρο σκοπό αυτό που επιδιώκουν». (δική μου μετάφραση)
2. Το Κυπριακό νομοθετικό πλαίσιο
Υπό το πρίσμα της ανωτέρω σύμβασης, καθώς και του γενικού πλαισίου που θέτει η αρχή της ισότητας (άρθρο 28 του Συντάγματος) ή η αντίστοιχη απαγόρευση των αυθαίρετων διακρίσεων (άρθρο 14 της ΕΣΔΑ και άρθρο 1 του 12ου Πρωτόκολλου που την συνοδεύει), υπάρχουν τα εξής νομοθετικά πλαίσια:
- Ο περί της Καταπολέμηση Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου Νόμος (ν.134(Ι)/2011)
- Ο περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμος (ν.42(Ι)/2004)
2.1. Ο περί της Καταπολέμηση Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου Νόμος (ν.134(Ι)/2011)
Λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις που ανέλαβε η Δημοκρατία με την κύρωση της Σύμβασης (ανωτέρω) το 1967, η θέσπιση του ν.134(Ι)/2011 το 2011 κρίνεται μία αρκετά αργοπορημένη ενέργεια. Περαιτέρω, ο νόμος εκδόθηκε προς συμμόρφωση με την δεσμευτική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου», η οποία έχει εκδοθεί ως επακόλουθο της «Κοινής Δράσης προς Αντιμετώπιση της Ξενοφοβίας και του Ρατσισμού 94/443/ΔΕΥ» του 1996, η οποία τάσσει θετικές υποχρεώσεις στα Κράτη Μέλη να λάβουν διαβήματα σε νομικό επίπεδο προς αντιμετώπιση των φαινομένων αυτών.
Η Απόφαση-Πλαίσιο επενεργεί ώστε να δημιουργήσει νομικές υποχρεώσεις στα Κράτη προς ποινικοποίηση δύο μορφών ρατσισμού και ξενοφοβίας – ήτοι τη «ρητορική μίσους» και τα «εγκλήματα μίσους». Εφαρμόζεται σε κάθε παράβαση διαπραχθείσα στην επικράτεια της Ε.Ε. και συμπεριλαμβάνει παραβάσεις διαπραχθείσες μέσω συστημάτων πληροφορικής. Η Απόφαση-Πλαίσιο δεν παρέχει κάποια συγκεκριμένη ερμηνεία του όρου «ρητορική μίσους», όμως, δίδεται ως παράδειγμα «η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται κατά ομάδας ατόμων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, των γενεαλογικών καταβολών, της θρησκείας ή της πίστης, ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής».
Ενώ σε σχέση με τον όρο «έγκλημα μίσους» δίδεται το πιο επιτακτικό «σε κάθε περίπτωση, ο ρατσισμός ή η ξενοφοβία ως κίνητρο ενός αδικήματος, θεωρούνται επιβαρυντικές περιστάσεις ή εναλλακτικά, [και] τα δικαστήρια πρέπει να εξουσιοδοτούνται να λαμβάνουν υπόψη τα κίνητρα αυτά κατά την επιμέτρηση της ποινής για τον καθορισμό των κυρώσεων που θα επιβληθούν». Παρενθετικά θα πρέπει να αναφερθεί πως η χρήση του ρήματος «εξουσιοδοτούνται», αντί (για παράδειγμα) «υποχρεούνται», καταστρατηγεί ως ένα βαθμό το πνεύμα της δράσης της ίδιας της Απόφασης-Πλαίσιο.
Ως εκ τούτου, προς συμμόρφωση με την Απόφαση-Πλαίσιο, ο Κύπριος νομοθέτης επέλεξε να δημιουργήσει δύο διαφορετικές ρυθμίσεις. Ως προς τα «εγκλήματα μίσους», με τροποποίηση στον Ποινικό Κώδικα, τα Δικαστήρια εξουσιοδοτούνται (αλλά δεν υποχρεούνται) να λάβουν τα οποιαδήποτε σχετικά κίνητρα προκατάληψης ως επιβαρυντικούς παράγοντες κατά την επιβολή ποινής. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 35Α του Ποινικού Κώδικα ορίζει:
«Το Δικαστήριο, στα πλαίσια άσκησης των εξουσιών του κατά την επιμέτρηση και επιβολή ποινής, δύναται να λαμβάνει υπόψη ως επιβαρυντικό παράγοντα το κίνητρο της προκατάληψης κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, των θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, των γενεαλογικών καταβολών, του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου»
Ενώ ως προς τη «ρητορική μίσους» έχει θεσπιστεί ον.134(Ι)/2011. Το άρθρο 3(1) ορίζει τα εξής:
«πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως είτε δημόσια είτε με δημόσια διάδοση, υποκινεί βία ή μίσος που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή που έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές».
Το άρθρο 3(2) καθιστά ως ένοχο αδικήματος κάθε πρόσωπο που «εκ προθέσεως και κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή που έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα με οποιοδήποτε τρόποδημόσια επιδοκιμάζει ή αρνείται ή κατάφωρα υποβαθμίζει» τα εγκλήματα γενοκτονίας και πολέμου, και τα εγκλήματα κατά της ειρήνης και κατά της ανθρωπότητας. Περαιτέρω, το άρθρο 4 του νόμου θεσπίζει την ευθύνη των ηθικών αυτουργών και συναυτουργών, ενώ το άρθρο 5 θεσπίζει την ευθύνη των νομικών προσώπων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 7, το οποίο επεκτείνει την δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων, πέρα από πράξεις που διαπράχθηκαν στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, γενικά σε πράξεις που διαπράχθηκαν από πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας και πράξεις που διαπράχθηκαν προς όφελος νομικού προσώπου που εδρεύει στη Δημοκρατία. Το άρθρο 9, με τίτλο «Έναρξη έρευνας», φαίνεται να κατοχυρώνει και νομοθετικά την θετική υποχρέωση «αυτεπάγγελτης έρευνας» σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή ότι «η διερεύνηση των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 3 του παρόντος Νόμου δεν εξαρτάται από προηγούμενη καταγγελία ή παράπονο του θύματος».
Άσκηση ποινικής δίωξης στη βάση του ν.134(Ι)/2011
Κριτική, όμως, θα πρέπει να υπάρξει σε σχέση με το άρθρο 10 το οποίο ορίζει πως «ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα δυνάμει οποιουδήποτε άρθρου του παρόντος Νόμου δεν ασκείται παρά μόνον από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με την έγκρισή του». Στην Κυπριακή έννομη τάξη, όπως είναι ευρέως γνωστό, η εξουσία άσκησης ποινικής δίωξης (από το Κράτος) ανήκει στον Γενικό Εισαγγελέα, και η διακριτική του ευχέρεια παραμένει ανέλεγκτη από το κάθε Δικαστήριο και την κάθε κρατική λειτουργία. Κανένας δεν μπορεί να εξαναγκάσει τον Γενικό Εισαγγελέα να ασκήσει ποινική δίωξη, ασχέτως του μαρτυρικού υλικού που βρίσκεται στην κατοχή του ή της σοβαρότητας του διαπραχθέντος αδικήματος. Ως αντιστάθμιση, όμως, της ανέλεγκτης εξουσίας αυτής του Γενικού Εισαγγελέα, και προς όφελος της καλύτερης απονομής δικαιοσύνης, υπάρχει και η δυνατότητα άσκησης «ιδιωτικής ποινικής» από ιδιώτες η οποία δεν εξαρτάται από προηγούμενη έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα και επιτρέπει νομική δίοδο σε πολίτες να επιδιώξουν ποινική καταδίκη προσώπου ακόμη και σε περίπτωση άρνησης του Γενικού Εισαγγελέα να ενεργήσει.
Παρόλο που οι ιδιωτικές ποινικές διώξεις διακατέχονται από τα δικά τους διαδικαστικά προβλήματα και μειωμένες εξουσίες, με αποτέλεσμα να μην είναι ευρέως χρησιμοποιούμενες επιτυχώς, θα μπορούσαν να λάβουν νέα χρησιμότητα και σημαντικότητα στη βάση του ν.134(Ι)/2011, αφού θα ενδυνάμωναν πολίτες να επιδιώξουν εφαρμογή του νόμου, ιδίως εκεί όπου το αδίκημα μπορεί εύκολα να αποδειχθεί (για παράδειγμα εκεί όπου αφορά γραπτές ή βιντεοσκοπημένες αναφορές). Η προϋπόθεση, όμως, που θέτει το άρθρο 10, σε σχέση με την «έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα», περιορίζει αδικαιολόγητα και καταστρατηγεί την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, ιδίως εκεί όπου εν λόγω αδικήματα έχουν διαπραχθεί από πρόσωπα της πολιτικής, της διοίκησης κτλ. Ο νόμος αυτός, λόγω της σημαντικότητας των φαινομένων των οποίων προσπαθεί να καταπολεμήσει, θα πρέπει να τυγχάνει αυστηρής εφαρμογής ιδίως σε πρόσωπα που ασκούν δημόσια λειτουργία, ακόμη και εάν η ποινική δίωξη ασκηθεί εν τέλει από ιδιώτες. Ως αποτέλεσμα, το παρόν άρθρο κρίνει τον περιορισμό αυτό καταδικαστέο, και εισηγείται άμεση αναθεώρησή του.
Η Κυπριακή Νομολογία
Στην Κυπριακή νομολογία μπορεί να ανευρεθεί μόνο μία δημοσιευμένη απόφαση η οποία επικαλείται τον ν.134(Ι)/2011 – ήτοι η απόφαση στις υποθέσεις Αστυνομία ν. Α.Α., ποινική έφεση αρ.4/2021 και Ασυτνομία ν. Λ.Α, ποινική έφεση αρ.5/2021,ημερ. 01/07/21. Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορά περιστατικό το οποίο έγινε ευρέως γνωστό στην Κυπριακή κοινωνία, μέσω δημοσιευμένου βίντεο το οποίο αποτύπωνε τα γεγονότα. Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση αφορούσε ρατσιστικό/ξενοφοβικό επεισόδιο εναντίον παραπονούμενης με καταγωγή από τη Ρωσία, η οποία κατοικούσε στη Κύπρο για τουλάχιστο 20 χρόνια. Η παραπονούμενη ενώ περπατούσε είδε αυτοκίνητο, στο οποίο επενέβαιναν οι δύο κατηγορούμενες, να κτυπά σε άλλο σταθμευμένο αυτοκίνητο, με πρόθεση να εγκαταλείψει τη σκηνή. Η παραπονούμενη, με κοινωνική ευσυνειδησία, τους φώναξε να σταματήσουν, πράγμα που έκαναν. Όταν, όμως, εξήλθαν του αυτοκινήτου (και δη στην παρουσία του ανήλικου παιδιού της μίας κατηγορούμενης) και άρχισαν μία μακρά εξύβρισή της παραπονούμενης, με συχνή αναφορά στην φυλετική της καταγωγή. Η απόφαση σκιαγραφεί αναλυτικά τις χυδαίες βρισιές στις οποίες προέβησαν. Περαιτέρω, οι κατηγορούμενες απείλησαν την παραπονούμενη επανειλημμένα και της επιτέθηκαν.
Οι κατηγορούμενες διώχθηκαν ποινικά και αντιμετώπισαν συνολικά 11 κατηγορίες, όπως το ειδικό αδίκημα της υποκίνηση βίας ή μίσους (λόγω εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής) στη βάση του ν.134(Ι)/2011 (ανωτέρω), καθώς και τα πιο γενικά αδικήματα της εξύβρισης, της κοινής επίθεσης, της απειλής και της πρόκλησης ανησυχίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως οι κατηγορίες υποκίνησης βίας ή μίσους (στη βάση του ν.134(Ι)/2011) κάλυπτε πλήρως τα αδικήματα, και δεν ασχολήθηκε με τις υπόλοιπες. Περαιτέρω, το Δικαστήριο καταδίκασε μεν τις κατηγορούμενες, μετά από παραδοχή τους, όμως ο Γενικός Εισαγγελέας έκρινε πως οι ποινές που επιβλήθηκαν δεν ήταν αρκετά αυστηρές, καταχώρησε τις εν λόγω εφέσεις. Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (το οποίο δέχτηκε τις εφέσεις του Γενικού Εισαγγελέα) το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η συμπεριφορά των κατηγορουμένων ενέπιπτε «μόνο οριακά» στο εύρος του ν.134(Ι)/2011 και για αυτό, παρά τις αυστηρές ποινές που προβλέπει ο νόμος, επέβαλε σε κάθε κατηγορούμενη χρηματική ποινή ύψους 750 ευρώ.
Ξεκινώντας από τα αδικήματα που εδράζονται στον Ποινικό Κώδικα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε τα αδικήματα αυτά ως να επρόκειτο για «συνηθισμένες περιπτώσεις διάπραξης τέτοιων αδικημάτων» αγνοώντας πλήρως τα ρατσιστικά και/ή ξενοφοβικά κίνητρα που αποκάλυπταν. Δηλαδή αγνόησε πλήρως την πρόνοια που εισήχθη στον Ποινικό Κώδικα για τα «εγκλήματα μίσους» (ανωτέρω) σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο δύναται να λάβει τα κίνητρα αυτά ως επιβαρυντικό παράγοντα. Φυσικά, το λάθος αυτός δεν ήταν λάθος αποκλειστικά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά, όπως σημειώνει η ίδια η απόφαση, και λάθος της κατηγορούσας αρχής η οποία δεν έφερε στη προσοχή του Δικαστηρίου την εν λόγω διάταξη, ούτε θέσπισε τις κατηγορίες με τέτοιο τρόπο ώστε να δώσει έμφαση στα κίνητρα αυτά. Το Ανώτατο Δικαστήριο, βέβαια, σημείωσε πως οι παραλείψεις της κατηγορούσας αρχής δεν εμπόδιζαν το Πρωτόδικο Δικαστήριο από το να λάβει υπόψη τα κίνητρα αυτά. Ως εκ τούτου, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αντιμετωπίσει τα αδικήματα αυτά ως «εγκλήματα μίσους», αλλά ως απλά αδικήματα, και επέβαλε ποινή μόνο για «ρητορική μίσους» (στη βάση του ν.134(Ι)/2011).
Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι κανένας ελαφρυντικός παράγοντας δεν αποχρωματίζει το επεισόδιο ως επεισόδιο ρατσιστικού μίσους και έκρινε τις ποινές που επέβαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως μη αρμόζουσες στη σοβαρότητα των αδικημάτων – όπως σημείωσε:
«Αρμόζουσα ήταν η ποινή φυλάκισης. Μόνο με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές μπορεί να τιμωρηθεί κατά τρόπο αναμορφωτικό, ανταποδοτικό και δίκαιο η απαράδεκτη απαξίωση μέχρι μίσους ενός συνανθρώπου μας επειδή είναι διαφορετικός λόγω εθνικότητας ή εθνοτικής προέλευσης, γλώσσας, θρησκείας και φυλής, σεξουαλικού προσανατολισμού, φύλου, σωματικής ή και ψυχικής αναπηρίας. Μόνο με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές μπορεί να δοθεί το μήνυμα στους επίδοξους δράστες ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές από την κοινωνία, αλλά και μήνυμα ελπίδας και υποστήριξης σε όσους κινδυνεύουν από τέτοιες συμπεριφορές ώστε να αισθάνονται ασφάλεια. Εν όψει της διαπίστωσης για την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών, οι προσωπικές περιστάσεις, αν και δεν εκμηδενίζονται, έχουν περιορισμένη ή και περιθωριακή σημασία.»
Ως αποτέλεσμα, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε τις ποινές, και καταδίκασε τις κατηγορούμενες σε χρηματική ποινή 3,000 ευρώ για το αδίκημα της ρητορικής μίσους/υποκίνησης βίας ή μίσους (στη βάση του ν.134(Ι)/2011) και, προσμετρώντας τα υπόλοιπα αδικήματα ως «εγκλήματα μίσους», καταδίκασε τις κατηγορούμενες σε περαιτέρω χρηματικές ποινές (αν και αρκετά πιο χαμηλές – σύνολο 400 ευρώ για κάθε κατηγορούμενη) και σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης συνολικής διάρκειας δύο μηνών, όμως, με αναστολή.
Παρά τη «θετική» της κατάληξη, η απόφαση αυτή καταδεικνύει διάφορα προβλήματα. Πρώτον, υπογραμμίζει την άγνοια της κατηγορούσας αρχής, όπως και του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τα εγκλήματα και τη ρητορική μίσους, τη σοβαρότητα που εμπεριέχουν, καθώς και το νομοθετικό πλαίσιο που τα εμπερικλείει. Περαιτέρω, παρά τις αναφορές του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς τη σοβαρότητα των αδικημάτων, η τελική κατάληξη και οι ποινές που επιβλήθηκαν δεν φαίνεται να εφάρμοσαν την αυστηρότητα που επικαλέστηκε η ίδια η απόφαση.
2.2. Ο περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμος (ν.42(Ι)/2004)
Ο ν.42(Ι)/2004 θεσμοθετεί μία εξωδικαστηριακή διαδικασία για επεισόδια φυλετικών και άλλων μορφών διάκρισης, μέσω υποβολής παραπόνου στην Επίτροπο Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, από την οποία θα μπορούσαν να επωφεληθούν πολίτες. Πιο συγκεκριμένα, ο νόμος αναθέτει στην Επίτροπο, μεταξύ άλλων, το καθήκον (άρθρο 3) καταπολέμησης και εξάλειψης φυλετικών και έμμεσων φυλετικών διακρίσεων, την προαγωγή ισότητας στην απόλαυση δικαιωμάτων και ελευθεριών και την προαγωγή ισότητας ευκαιριών ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, κοινότητας, γλώσσας, χρώματος, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας, και γενετήσιου προσανατολισμού, όπως και τη λήψη σχετικών μέτρων και επιτήρηση συμμόρφωσης με τα μέτρα αυτά.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 10(2), παράπονο που υποβάλλεται στην Επίτροπο «δύναται να έχει ως αντικείμενο μεταχείριση ή συμπεριφορά, ή εφαρμογή διάταξης, όρου, κριτηρίου, ή πρακτικής, από οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει δράσει τοιουτοτρόπως στον ιδιωτικό τομέα δραστηριοτήτων, ή από δημόσιο πρόσωπο που έχει δράσει τοιουτοτρόπως στο δημόσιο τομέα δραστηριοτήτων, στην άσκηση εξουσίας, αρμοδιότητας, ή καθήκοντος του εν λόγω ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα δραστηριοτήτων». Προς διεκπεραίωση των καθηκόντων αυτών, η Επίτροπος εξοπλίζεται με την εξουσία έκδοσης διαταγμάτων (σύμφωνα με το άρθρο 14, εκεί όπου το παράπονο αφορά μη παροχή αγαθών ή υπηρεσιών), συστάσεις (σύμφωνα με το άρθρο 21), ή/και επιβολής προστίμου (σύμφωνα με το άρθρο 18) σε περίπτωση όπου κρίνει παραβίαση του νόμου μετά από υποβολή και εξέταση σχετικού παραπόνου.
Παρά την σημαντικότητα και χρησιμότητα του νόμου και της διαδικασίας που θεσπίζει, πρέπει να υπογραμμιστεί πως το ύψος των προστίμων που προβλέπει ο νόμος είναι αδικαιολόγητα χαμηλά και για κανένα λόγο δεν κρίνονται επαρκή ή αποτελεσματικά. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 18(α) προβλέπει πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα λίρες σε περίπτωση απαγορευμένης με νόμο διάκριση, ενώ το άρθρο 18(β) προβλέπει πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες σε περίπτωση φυλετικής ή έμμεσης φυλετικής διάκρισης στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας.
Παρόλα αυτά, στη σελίδα της Επιτρόπου μπορούν να ανευρεθούν περίπου 100 εκθέσεις που έχουν εκδοθεί από την Επίτροπο, υπό την ιδιότητά της ως Φορέας Ισότητας και Καταπολέμησης Διακρίσεων, από το 2012 μέχρι και σήμερα. Ο αριθμός των σχετικών εκθέσεων και τοποθετήσεων υπογραμμίζει εκ νέου το φαινόμενο των διακρίσεων ως μείζων στην Κυπριακή κοινωνία. Σχετικά πρόσφατα παραδείγματα είναι η αυτεπάγγελτη τοποθετήσεις σχετικά το περιστατικό ξυλοδαρμού Αφρικανής Γυναίκας από άνδρα στη Λάρνακα, με επιθέσεις εναντίον διανομέων έτοιμου φαγητού, την εξάλειψη των ρατσιστικών περιστατικών από το ποδόσφαιρο και ευρύτερα το χώρο του αθλητισμού, και τη μεταχείριση πολίτη από την Αστυνομία ο οποίος κατήγγειλε ομοφοβική επίθεση.
Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί πως παρά τη χρησιμότητα των τοποθετήσεων αυτών, καθώς και του νομικού πλαισίου που συχνά σκιαγραφούν, δεν κρίνονται αρκετά αυστηρές για να ανταποκριθούν στο εύρος του προβλήματος, ιδίως όταν απλά διακατέχονται από αόριστες ή αφηρημένες εκκλήσεις για «προσπάθειες και δράσεις», χωρίς αυτές να σκιαγραφούνται αναλυτικά.
Οι εν λόγω τοποθετήσεις κρίνονται ιδιαίτερα χρήσιμες όταν αφορούν δηλώσεις δημοσίων προσώπων τα οποία ασκούν μεγάλη επιρροή στις απόψεις και συμπεριφορές πολιτών και, ως εκ τούτου, δύναται να αποτελέσουν δύναμη διαιώνισης προκαταλήψεων και διακρίσεων εναντίων συγκεκριμένων ομάδων πολιτών. Σφοδρό παράδειγμα η τοποθέτηση της Επιτρόπου το 2019 σε σχέση με τη δημόσια τοποθέτηση του Μητροπολίτη Μόρφουγια την ομοφυλοφιλία και τους παράγοντες που (κατά τη γνώμη του) την προκαλούν. Τα εν λόγω σχόλια, όπως σημειώνονται στην τοποθέτηση, διαβάζουν ως εξής:
«η ομοφυλοφιλία «Είναι πρόβλημα που συνήθως το μεταδίδουν οι γονιοί προς το παιδί. Κι αυτό συμβαίνει … την ώρα της ερωτικής πράξης. Ή κατά τη διάρκεια της κυοφορίας. Όταν γίνεται δηλαδή ερωτική πράξη των γονέων όχι φυσιολογική. Αλλά πρωκτική. Αυτό όταν στη γυναίκα αρέσει, δημιουργείται επιθυμία … και πως «η αρσενοκοιτία … έχει συγκεκριμένη μυρωδιά … βρωμούσες, έβγαινε μπόχα από σένα».
Παρά το γεγονός ότι η Επίτροπος δεν έκρινε το συγκεκριμένο λόγο ως καθαυτό «ρητορική μίσους», αναγνώρισε και καταδίκασε το γεγονός ότι εμπεριείχε στοιχεία υποτίμησης και απόρριψης «δυνάμενα να οδηγήσουν σε αισθήματα εχθρότητας και μίσους». Ως εκ τούτου, καταλήγει με τα εξής:
«[Η] Πολιτεία καλείται να τηρεί μια συνεπή και συνεκτική στάση καταδικάζοντας δηλώσεις που δύναται να προαγάγουν το μίσος, την εχθρότητα, τις διακρίσεις και τον ρατσισμό.»
Φυσικά, παρά την καταδικαστική κατάληξη της παρέμβασης, η στάση της Επιτρόπου δεν κρίνεται επαρκής να ανταποκριθεί στη σοβαρότητα των συγκεκριμένων δηλώσεων και την ζημιά στην υπόληψη των ατόμων που επηρέασε. Παρόλα αυτά, το γραφείο της Επιτρόπου φαίνεται να κινείται προς την ορθή κατεύθυνση, και με περαιτέρω προσπάθειες δύναται να καταστεί σημαντικό εργαλείο για την καταπολέμηση των διακρίσεων. Παρενθετικά σημειώνεται πως ο εν λόγω νόμος, και η επέκταση των αρμοδιοτήτων της Επιτρόπου στον τομέα της ίσης μεταχείρισης, θεσπίστηκε προς συμμόρφωση με την Οδηγία 2000/43/ΕΚ τουΣυμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής, η οποία στο άρθρο 13 θέτει υποχρέωση στα Κράτη μέλη να ορίσουν εθνικό φορέα για την προώθηση της ίσης μεταχείρισης. Οπότε ούτε και αυτή η αρμοδιότητα ήταν αυθεντική έμπνευση του Κύπριου νομοθέτη.
3. Η νομολογία του ΕΔΑΔ σε σχέση με την διερεύνηση εγκλημάτων μίσους και οι θετικές υποχρεώσεις του Κράτους
Η έλλειψη Κυπριακής νομολογίας σε σχέση με τα εγκλήματα και τη ρητορική μίσους καθιστούν σημαντικότατη την πλούσια νομολογία του ΕΔΑΔ επί του θέματος. Το άρθρο 28 του Συντάγματος και το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ (σε συνδυασμό με το 12ο Πρωτόκολλο) επιτάσσουν ίση μεταχείριση ατόμων και απαγορεύουν τις αυθαίρετες διακρίσεις στη βάση του φύλου, της φυλής, του χρώματος, της γλώσσας, της θρησκείας, της προέλευσης, της συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, της περιουσίας, της γέννησης και της γενικής κατηγορίας «άλλης κατάστασης». Παραδείγματα άλλων καταστάσεων είναι ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα φύλου, η ηλικία, η υγεία και η αναπηρία, η γονική και οικογενειακή κατάσταση κτλ.
Στις περιπτώσεις όπου εγκλήματα είναι βασιζόμενα σε κίνητρα μίσους ή προκατάληψης και διάκρισης εναντίον ατόμου ή ομάδας ατόμων (στη βάση των ανωτέρω) το Κράτος φέρει επαυξημένες θετικές υποχρεώσεις για διερεύνηση και αποκάλυψη τέτοιων κινήτρων. Δηλαδή, το ΕΔΑΔ ως θέμα αρχής καταδικάζει το Κράτος αυτόματα εκεί όπου υπάρχει κενό έρευνας ως προς τα κίνητρα και αποτυχία να τα αποκαλύψουν. Φυσικά θετικές υποχρεώσεις διερεύνησης και αποκάλυψης κινήτρων σε εγκλήματα μίσους, δεν απορρέουν μόνο από το άρθρο 14 ΕΣΔΑ, αλλά και κάτω από το άρθρο 2 ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη ζωή) σε περίπτωση θανάτου, και κάτω από το άρθρο 3 ΕΣΔΑ (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή ταπεινωτικής τιμωρίας ή μεταχείρισης) σε περίπτωση σωματικής ή ψυχολογικής βίας.
Η προσέγγιση αυτή του ΕΔΑΔ διαφαίνεται από σειρά αποφάσεων. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής. H υπόθεση Bekos and Koutropoulos v. Greece, app. no. 15250/02, dated 13/10/2005, αφορούσε σωματική και ψυχολογική κακοποίηση κρατουμένων, καταγωγής Ρομά, από Έλληνες αστυνομικούς. Το περιστατικό ενείχε ιδιαίτερη σκληρότητα, αφού πέρα από ρατσιστική λεκτική και σωματική κακοποίηση, ένας αστυνομικός επιτέθηκε βάναυσα με σίδερο, ενώ αστυνομικοί σε συνεννόηση επιτέθηκαν σεξουαλικά σε έναν προσφεύγοντα εισάγοντας μεταλλικό αντικείμενο στον πρωκτό του.
Σημαντικό ότι παρόλο που ενώπιον του ΕΔΑΔ δεν αποδείχθηκε πέραν εύλογης αμφιβολίας ότι υπήρξε ρατσιστικό κίνητρο, θεσπίστηκε η αρχή ότι όταν υπάρχουν στοιχεία ρατσιστικής κακοποίησης (περιλαμβανομένης λεκτικής) που προέρχονται από εκπροσώπους του σώματος επιβολής του νόμου, σχετικά με κακοποίηση ατόμων που ανήκουν σε εθνοτική ή άλλη μειονότητα, είναι αναγκαία η ενδελεχής έρευνα όλων των γεγονότων για να αποκαλυφθούν τυχόν ρατσιστικά κίνητρα. Στην απουσία αποτελεσματικής διερεύνησης της τυχόν ρατσιστικής υφής του περιστατικού παραβιάζεται το δικαίωμα απαγόρευσης των διακρίσεων κάτω από το άρθρο 14 ΕΣΔΑ, η διαδικαστική πτυχή του (θετική υποχρέωση σε συνδυασμό με το άρθρο 3, το οποίο παραβιάστηκε και ανεξάρτητα).
Στην υπόθεση Sakir v. Greece, app. no. 48475/09, dated 24/03/2016 ο προσφεύγον ήταν Αφγανός που ζούσε παράνομα στην Ελλάδα, όμως κατ’ ισχυρισμό είχε πρόθεση να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο. Ένα βράδυ περικυκλώθηκε από μία ομάδα κουκουλοφόρων στο κέντρο της Αθήνας, τον κτύπησαν με σιδηρολοστούς και ξύλα, και τον μαχαίρωσαν στο πνεύμονα και πολύ κοντά στην καρδιά. Το συμβάν καταγγέλθηκα από αυτόπτη μάρτυρα (ομοεθνή του) και ο προσφεύγον συνελήφθη κατά την έξοδο του από το νοσοκομείο για παράνομη παραμονή. Λόγω του ότι κρατήθηκε σε άθλιες συνθήκες, χωρίς πρόσβαση σε μπάνιο, φορώντας τα σκισμένα/ματωμένα ρούχα με τα οποία βγήκε από το νοσοκομείο και δεν του επιτράπηκε να επισκεφθεί εκ νέου το νοσοκομείο για τις προγραμματισμένες του εξετάσεις,το ΕΔΑΔ έκρινε παραβίαση του άρθρου 3.
Όμως, πιο σημαντικά, έκρινε πως οι αρχές είχαν αρκετά στοιχεία για να (όφειλαν να) γνώριζαν ότι το επεισόδιο είχε ρατσιστικά κίνητρα. Η απόφαση σκιαγραφεί αρκετές μελέτες οργανισμών που σημείωναν αύξηση οργανωμένων ρατσιστικών επιθέσεων στην Αθήνα ένεκα της ρητορικής της «Χρυσής Αυγής», οι οποίες ήταν εις γνώση των αρχών. Το γεγονός ότι απέτυχαν όμως να το εκλάβουν ως ρατσιστικό επεισόδιο, και το χειρίστηκαν ως μεμονωμένο συμβάν οδήγησε σε παραβίαση θετικών υποχρεώσεων.
Φυσικά η νομολογία του ΕΔΑΔ σε σχέση με τα εγκλήματα μίσους, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας, αλλά επεκτείνεται σε όλες τις μορφές απαγορευμένων διακρίσεων. Για παράδειγμα, η υπόθεση Identobaa.o. v. Georgia, app. no. 73235/12, dated 12/05/2015 αφορούσε ειρηνική εκδήλωση που οργάνωσε ΛΟΑΤΙ+ ΜΚΟ την ημέρα κατά της ομοφοβίας. Οι συμμετέχοντες στην εκδήλωση δέχτηκαν επίθεση από αντιδιαδήλωση που οργανώθηκε εναντίον των ΛΟΑΤΙ+ ατόμων, και σκοπό είχε να ανακάμψει την εκδήλωση τους. Αριθμός ατόμων που συμμετείχε στην εκδήλωση τραυματίστηκε από αντιδιαδηλωτές, ενώ η αστυνομία κατέφθασε πολύ αργά και απλώς περιορίστηκε στο να φυγαδεύσει τα θύματα μακριά από τους αντιδιαδηλωτές.
Το ΕΔΑΔ έκρινε παραβίαση θετικών υποχρεώσεων για διάφορους λόγους. Πρώτον, λόγο του ότι η αστυνομία δεν ήταν παρόν από την αρχή ενώ γνώριζε (ή όφειλε να γνωρίζει) για τους κινδύνους από την αντιδιαδήλωση. Δεύτερον, απέτυχαν να προστατεύσουν επαρκώς όταν κατέφθασαν, και απέτυχαν να συλλάβουν τους δράστες και να διερευνήσουν αποτελεσματικά το επεισόδιο. Περαιτέρω, απέτυχαν να χειριστούν το επεισόδιο ως έγκλημα μίσους και την ύπαρξη ομοφοβικών τάσεων. Ως εκ τούτου, έκρινε παραβίαση θετικών υποχρεώσεων.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η υπόθεση Dordevic v. Croatia, app. no. 41526/10, dated 24/07/2012 η οποία αφορούσε λεκτική και σωματική κακοποίηση ανήλικου με σωματική και πνευματική αναπηρία, από μαθητές γειτονικού σχολείου. Πιο συγκεκριμένα, το παιδί δεχόταν συνεχείς παρενοχλήσεις και επιθέσεις από τους μαθητές, έσβηναν τσιγάρα πάνω στα χέρια του, και τον χλεύαζαν για την αναπηρία του – όλα αυτά έξω από το σπίτι του. Παρά τις πολλές καταγγελίες η αστυνομία απέτυχε να λάβει μέτρα για να σταματήσει η κακοποίηση, και απέτυχε να χειριστεί τα περιστατικά ως εγκλήματα μίσους.
Το ΕΔΑΔ έκρινε παραβίαση του άρθρου 3, και περαιτέρω σημείωσε πως υπό κανονικές συνθήκες το Κράτος θα είχε υποχρέωση να φέρει ποινικές κατηγορίες εναντίον των μαθητών. Λόγω όμως της ηλικίας τους, αποδέχτηκε πως αυτό δεν ήταν εφικτό. Σημείωσε, όμως, ότι αυτό δεν αναιρεί τις υποχρεώσεις του Κράτους και των αρχών να προστατεύσουν το θύμα. Παρατήρησε δε πως δεν υπήρξε καμία πολιτική νόμου ή της αστυνομίας, δεν δημιουργήθηκε κανένας μηχανισμός ελέγχου και πρόληψης τέτοιων περιστατικών, και ούτε κλήθηκε ποτέ το γραφείο ευημερίας ή οι σχολικές αρχές να δώσουν σχετική εκπαίδευση και καθοδήγηση στους μαθητές. Ως εκ τούτου, έκρινε παραβίαση θετικών υποχρεώσεων, αφού το Κράτος δεν έλαβε όλα τα απαραίτητα διαβήματα για να εγγυηθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα του θύματος.
Το ΕΔΑΔ έχει πράγματι εκδώσει τεράστιο αριθμό σχετικών αποφάσεων οι οποίες θα πρέπει να συμπληρώσουν την Κυπριακή νομολογία και να καθοδηγήσουν τις Κυπριακές αρχές εν απουσία περαιτέρω ρυθμίσεων. Στον συνδυασμό του, ομολογουμένους φτωχού, Κυπριακού νομοθετικού πλαισίου με την νομολογία του ΕΔΑΔ, οι Κυπριακές αρχές μπορούν να βρουν αξιόπιστη καθοδήγηση. Περαιτέρω, τα Κυπριακά Δικαστήρια θα πρέπει να αναλάβουν το βάρος να ερμηνεύσουν, εφαρμόσουν και προσαρμόσουν τις αρχές του ΕΔΑΔ στα Κυπριακά δεδομένα, εάν και εφόσον οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές ξεκινήσουν να φέρνουν ενώπιον τους σχετικές υποθέσεις. Ως εκ τούτου, καταληκτικά αναφέρεται πως το (φτωχό) νομοθετικό πλαίσιο δεν αποτελεί πραγματικό εμπόδιο στην αποτελεσματική καταδίκη ενόχων ρητορικής και εγκλημάτων μίσους, και η (σχεδόν) παντελής έλλειψη Κυπριακής νομολογίας δεν μπορεί παρά να επιρριφθεί σε τελικό βαθμό στις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές οι οποίες φαίνεται να απέτυχαν μέχρι σήμερα να φέρουν ενώπιον των Δικαστηρίων σχετικές ποινικές διώξεις.